γουρλομάτης

γουρλομάτης
-α, -ικο
αυτός τού οποίου τα μάτια εξέχουν από τις κόγχες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γουρλομάτης, -α, -ικο — αυτός που τα μάτια του προεξέχουν, που έχει γουρλωμένα μάτια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χλωρόφθαλμος — ο, Ν ζωολ. γένος ακτινοπτερύγιων τελεόστεων ιχθύων που ανήκει στην οικογένεια χλωροφθαλμίδες και το οποίο, μαζί με άλλα συγγενικά του, είναι γνωστό με την κοινή ονομασία γουρλομάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chlorophthalmus <… …   Dictionary of Greek

  • εξόφθαλμος — η, ο επίρρ. α 1. που τα μάτια του εξέχουν από τις κοιλότητές τους, που πάσχει από εξοφθαλμία (βλ. λ.), ο γουρλομάτης. 2. (ιατρ.), που έχει ως σύμπτωμα την εξοφθαλμία (βλ. λ.): Εξόφθαλμη βρογχοκήλη. 3. μτφ., ολοφάνερος, καταφανής: Εξόφθαλμη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”